- καταβαραίνω
- καταβαρύνω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταβαρύνω — και καταβαραίνω (Α καταβαρύνω) (κυριολ. και μτφ.) καταβάλλω με το βάρος, καταπονώ, επιβαρύνω («η κυβέρνηση καταβάρυνε τον λαό με φορολογίες») νεοελλ. 1. υφίσταμαι υπερβολικό βάρος 2. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι πάρα πολύ βαρύς, βαραίνω υπερβολικά … Dictionary of Greek
καταβαρύνω — και καταβαραίνω καταβάρυνα και καταβάραινα 1. επιβαρύνω κάποιον πολύ: Η κυβέρνηση καταβάρυνε το λαό με φορολογίες. 2. γίνομαι πολύ δυσκίνητος, παραβαραίνω, πάω στο χειρότερο: Μέρα με τη μέρα καταβαραίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)